πλεονάκις

πλεονάκις
ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α
επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα
αρχ.
1. πολλές φορές, συχνά
2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα
3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλε()ον, ουδ. τού πλείων* + επιρρμ. κατάλ. -άκι(ς) (πρβλ. πλειστ -άκι[ς])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλεονάκις — more frequently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειονάκις — Α επίρρ. (δ.τ.) βλ. πλεονάκις …   Dictionary of Greek

  • προσβιάζομαι — Α 1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον 2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.) 3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.) 4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη 5 …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՈՒՄ — (բազմի, մաւ, մաց, մօք.) NBH 1 420 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. πολύς, πολλή, πολύ multus, a, um, πλεῖον, ονος, πλεῖστος plus, plures, plurimus, ἰκανός sufficiens, satis Յոլով. շատ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”