- πλεονάκις
- ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Αεπίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερααρχ.1. πολλές φορές, συχνά2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ. τού πλείων* + επιρρμ. κατάλ. -άκι(ς) (πρβλ. πλειστ -άκι[ς])].
Dictionary of Greek. 2013.